
Συνεχίζουμε το αφιέρωμα στο Αλκαζάρ, μέσα από την περιγραφή του Μάνου Γαιτάνου, στο ηλεκτρονικό βιβλίο του: «Οι κινηματογράφοι που αγαπήσαμε»-2016, στο οποίο βρίσκουμε και παραπομπή στον φίλο αγιοπαυλίτη Νίκο Γ.Λεμονή που περιγράφει ιδιαίτερα γλαφυρά, πως μετατρέψαμε σε …γήπεδο το ξακουστό Αλκαζάρ:
«Κάποτε τα θερινά σινεμά έκλεισαν, αλλά το Αλκαζάρ, φροντίσαμε να το
αξιοποιήσουμε μετατρέποντάς το σε γήπεδο. Μπαίναμε έρποντες κάτω
από τη σιδερένια καγκελόπορτα και στήναμε ένα υπέροχο δίτερμα στο
χώρο της πλατείας του πρώην κινηματογράφου μέχρι να βγουν οι γείτονες
στο παράθυρο του όμορφου διπλανού νεοκλασικού και να μας κυνηγήσουν
που τους χαλούσαμε τη μεσημεριανή ραστώνη.90»
Μάνου Γαιτάνος, ηλεκτρονικό βιβλίο του: «Οι κινηματογράφοι που αγαπήσαμε»-2016:
Αλκαζάρ (Δεληγιάννη 48 & Ψηλορείτη, Σταθμός Λαρίσης, θερινός, 1800 θέσεις).
Μια φορά κι έναν καιρό η περιοχή του Σταθμού Λαρίσης άκμαζε, είχε την
κοινωνική της ζωή και τα σημεία διασκέδασης, και ανάμεσα σε αυτά και το
Αλκαζάρ. Ξεκίνησε την εποχή του βωβού ακόμα κινηματογράφου, το 1920 (ως
σινεμά-βαριετέ και συστηματικά ως σινεμά το 1928). Όμως ήταν ο πρώτος
θερινός της Ελλάδας που εγκατέστησε σύστημα ήχου.
Όσοι το πρόλαβαν –έστω και ως ερείπιο– θα θυμούνται την επιβλητική του όψη
που δέσποζε απέναντι από το σιδηροδρομικό σταθμό και συγκινούσε τα πλήθη.
Όχι όμως όλα… Ο Κλέων Παράσχος διατυπώνει στην εφημερίδα Ακρόπολις (10
Ιουνίου 1929) πικρόχολα σχόλια:
Άλλως τε, ένα σαγηνευτικό, ένα μαγευτικό όνομα μας τραβά: το
«Αλκαζάρ». Η εξαίσια, η ονειρώδης λέξις Αλκαζάρ έχει χρησιμοποιηθή ως
ονομασία ενός μαντροκινηματογράφου! Τι βεβήλωσις!
Αλλά ας αφήσωμε τα όνειρα και ας μπούμε και εδώ για να μας
τσαλαπατήση και πάλιν η οικτρή πραγματικότης. Ένα ταλληράκι μόνον και
εδώ η είσοδος. Ρωμαντική και περιπετειώδης ταινία και εδώ με δράματα,
φόνους, αίματα, πρώτου μεγέθους αστέρες και εδώ. Τι άλλο κανείς να
ζητήση;
Η γνήσια, η λαϊκή συνοικία βρίσκεται εδώ. Ενταύθα η κυρά-Φρόσω
προσπαθεί εις μάτην να εξοικονομήση τον όγκον της πάνω σε μια
δυστυχισμένη καρέκλα που στενάζει από το βάρος της. Ενταύθα, απηλλαγμένος
από το μάταιον βάρος του σακκακιού του και από το
σφίξιμο του κολλάρου του, ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς, κλείνει τα μάτια
του ο κυρ-Χαράλαμπος, στο περιπαθέστερον μέρος της ταινίας. Εδώ ο
πιτσιρίκος, ακουμπισμένος στα γόνατα της μητέρας του, επιδίδεται εις την
υψηλήν ασχολίαν του σπασίματος και φτυσίματος του πασσατέμπου. Εδώ
το Λενάκι της κυρα-Γιώργαινας κάνει κάντιο και ζάχαρι τα μάτια της και
λιγωμένη αλλοιθωρίζει προς τον Μιστόκλη.
Και ας μη σας μιλήσω, παρακαλώ, και γι’ αρώματα. Εκατοντάδες
μπουκαλάκια έχουν σκορπίσει εδώ ο Κοτί και ο Γκερλέν. Όλα τα αρώματα
της Αραβίας! Άθλιε ρωμιέ, δεν εννοείς, τέλος πάντων, να πλυθής!
Ωραίο είναι το Αλκαζάρ, απολαυστικό, δροσερώτατο, αλλά ας φύγωμε…88

Βέβαια, άσχετα με την παραπάνω περιγραφή –που λίγο ως πολύ καλύπτει τους
περισσότερους θερινούς κινηματογράφους– άλλοι διατηρούν όμορφες αναμνήσεις
αφού το Αλκαζάρ είχε εξελιχθεί σε ένα σύμβολο της περιοχής:
Ο θερινός κινηματογράφος Αλκαζάρ, στην οδό Δηληγιάννη γωνία με
Ψηλορείτη υπήρξε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά οδόσημα της πόλης.
Χώρος συμβολικός και ταυτισμένος με την περιοχή του Μεταξουργείου,
του Σταθμού Λαρίσης και της Πλατείας Βάθη. Μαζί με τη Βικτώρια το άλλο,
λίγο πιο δίπλα, θερινό σινεμά και τα τριγύρω θέατρα όπως το Βέμπο ή το
Περοκέ, συνέθεταν έναν από τους σημαντικότερους καλλιτεχνικούς
κόμβους της Αθήνας.
Κάποτε τα θερινά σινεμά έκλεισαν, αλλά το Αλκαζάρ, φροντίσαμε να το
αξιοποιήσουμε μετατρέποντάς το σε γήπεδο. Μπαίναμε έρποντες κάτω
από τη σιδερένια καγκελόπορτα και στήναμε ένα υπέροχο δίτερμα στο
χώρο της πλατείας του πρώην κινηματογράφου μέχρι να βγουν οι γείτονες
στο παράθυρο του όμορφου διπλανού νεοκλασικού και να μας κυνηγήσουν
που τους χαλούσαμε τη μεσημεριανή ραστώνη.90
Τοπόσημο θα λέγαμε εμείς, σε μια περιοχή φορτισμένη με αναμνήσεις:
Ένα κεντρικό κομμάτι της πρωτεύουσας, στα σύνορα με την Ομόνοια και
την πλατεία Βάθης, που κάποτε υπήρξε θεατρική γειτονιά, όπου θίασοι με
κορυφαίους ηθοποιούς παρουσίαζαν ό,τι πιο πνευματώδες γραφόταν,
κυρίως επιθεωρήσεις, που τα τραγούδια τους ακόμα ζουν και
τραγουδιούνται. Τότε, που ήταν αδιανόητο να πάνε έστω και στο θερινό
θέατρο οι άνδρες χωρίς σακάκι και γραβάτα, ακόμη και στη «λαϊκή
απογευματινή» που άρχιζε στις 7, με ντάλα ήλιο… κατακαλόκαιρου.
…Πυκνοκατοικημένη ήταν η περιοχή, πολυάριθμοι ήσαν και οι ταξιδιώτες
που κατέφθαναν με τα τρένα καθημερινά από ολόκληρη την Ελλάδα, γιατί
το τρένο κάποτε ήταν το μοναδικό συγκοινωνιακό μέσον που συνέδεε την
πρωτεύουσα με την επαρχία. Και τρέχανε πρωί πρωί οι κάτοικοι
πηγαίνοντας στη δουλειά τους, να περάσουν τη σιδερένια γέφυρα πάνω
από τον σταθμό Λαρίσης, για να προλάβουνε το κίτρινο λεωφορείο της
Πάουερ, πριν φτάσει η αμαξοστοιχία από τον Βόλο και ξεχυθούνε οι
επιβάτες,
με τις βαλίτσες και τις καλαθούνες με τα πεσκέσια,
να καταλάβουν δι’ εφόδου τα λεωφορεία…92
Σ’ αυτήν την περιοχή λοιπόν:
Ιστορικό υπήρξε επίσης το «Αλκαζάρ» δίπλα στο ξενοδοχείο «Άστρα»
που λειτουργούσε πότε σαν κινηματογράφος και άλλοτε πάλι σαν βαριετέ.
Από τη σκηνή του πρωτακούστηκε η βροντερή φωνή του Ορέστη Λάσκου ν’
απαγγέλει: «Μάνα μου Αρβανίτισσα, χωριάτισσα, κυρα-Μαριγώ…», ένα
ελεγείο για τον σκοτωμένο στον πόλεμο αδελφό του, τον Βασίλη Λάσκο,
κυβερνήτη του υποβρυχίου «Κατσώνης».93
Ο Λάσκος, γέρος πια, όταν το σινεμά είχε κλείσει κι έχασκε ξέφραγο κουφάρι,
έγραψε το εξής συγκινητικό ποίημα:94
ΑΛΚΑΖΑΡ
Σ΄ αυτό το χώρο κάποτε, στης κατοχής τα χρόνια
ήτανε κάποιο θέατρο, το θρυλικό Αλκαζάρ.
Γέλιο σκορπούσε στους θεατές με κέφι και συμπόνια
και νταβαντούρι γίνονταν σα να ’τανε παζάρ.
Τώρα απ’ τα χρόνια σκέβρωσε και γίνηκε ρημάδι
και στοίχειωσε, γιατί, όπως λέν στη γύρω γειτονιά,
οι πεθαμένοι ηθοποιοί έρχονται κάθε βράδυ
και παίζουνε τα νούμερα που παίζανε παλιά.
Το Αλκαζάρ μαζί με το παρακείμενο Βικτωρία, αποτέλεσαν το βαρύ
κινηματογραφικό πυροβολικό μιας ιστορικής περιοχής πλούσιας κάποτε σε
χώρους θεαμάτων. Λειτούργησε (με μικρά διαλείμματα ως βαριετέ) μέχρι το
1976. Παρέμεινε θλιβερά εγκατελειμμένο –και πάλι σύμβολο– για αρκετά χρόνια
μέχρι που κατεδαφίστηκε για να μετατραπεί σε πάρκινγκ.
Παραπομπές: 86 Σχόλιο Γιώργου Σαρρή, cineanamnisi.blogspot.gr. 87 Γιώργος Αγκυραλίδης, «Νέα Κοκκινιά-Νίκαια», 24grammata.com, 2013. 88 Ν. Θεοδοσίου, Στα παλιά τα σινεμά. 89 Φωτογραφία από paliasinema.wordpress.com. 90 Νίκος Γ. Λεμονής, stonagiopaulo.blogspot.gr. 91 Φωτογραφία: Πέτρος Παπαπετρόπουλος.
[full_width]